ἀνείσφορος

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνείσφορος Medium diacritics: ἀνείσφορος Low diacritics: ανείσφορος Capitals: ΑΝΕΙΣΦΟΡΟΣ
Transliteration A: aneísphoros Transliteration B: aneisphoros Transliteration C: aneisforos Beta Code: a)nei/sforos

English (LSJ)

ον,

   A exempt from taxation, τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων D.H.5.22, cf. Plu. Cam.2, IG14.951, J.AJ13.6.7.

German (Pape)

[Seite 221] frei von Kriegs- u. außerordentlichen Steuern, D. Hal. 5, 22; Plut. Camill. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνείσφορος: -ον, ὁ μὴ εἰσφέρων, ὁ ἀπηλλαγμένος πολεμικῶν ἢ ἄλλων εἰσφορῶν, Διον. Ἁλ. 5. 22, Πλουτ. Κάμ. 2, Συλλ. Ἐπιγρ., 5879. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
exempt d’impôts.
Étymologie: ἀ, εἰσφορά.

Spanish (DGE)

-ον
exento de impuestos ἀνείσφορον καὶ ἀτελῆ καὶ ἀλειτούργητον IG 42.66.73 (Epidauro IV a.C.), ἀνεισφόρους τῶν εἰς τὰ στρατιωτικὰ ἀναλισκομένων ἐποίησαν D.H.5.22, cf. IG 7.2413.6 (Tebas II a.C.), IG 22.1368.158 (II a.C.), IUrb.Rom.1.12 (I a.C.), SB 7457.41, cf. Plu.Cam.2, I.AI 13.213.

Greek Monolingual

ἀνείσφορος, -ον (Α)
ο απαλλαγμένος από πολεμικές ή άλλες εισφορές, εκείνος που δεν πληρώνει φόρους.