ἀνιπτόπους

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνιπτόπους Medium diacritics: ἀνιπτόπους Low diacritics: ανιπτόπους Capitals: ΑΝΙΠΤΟΠΟΥΣ
Transliteration A: aniptópous Transliteration B: aniptopous Transliteration C: aniptopous Beta Code: a)nipto/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος,

   A with unwashen feet, epith. of the Σελλοί, Dodonaean priests of Zeus, Il.16.235, cf. BCH7.276 (Lydia); applied to parasites by Eub.139; to the Great Bear, as metuens aequore tingi, by Nonn.D.40.285.

German (Pape)

[Seite 238] οδος, mit ungewaschenen Füßen, Σελλοί Il. 16, 235, scheint ihre harte Lebensweise zu bezeichnen; vgl. Philostr. Imagg. 33; vom Parasiten, Eubul. Ath. III, 115 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνιπτόπους: ὁ, ἡ, γεν. -ποδος, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίπτους, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 235· περὶ τῶν ἐν Δωδώνῃ ἱερέων τοῦ Διός, οἵτινες φαίνεται ὅτι ἦσαν εἶδος ἀσκητῶν, Heyne Ἰλ. τόμ. 7. 288· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνιπτόποδες· δι’ ἁγνείαν χρείαν μὴ ἔχοντες νίπτεσθαι»· ― ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλοις 16 ἀποκαλεῖ τοὺς παρασίτους ἀνιπτόποδας, οὗτοι ἀνιπτόποδες... ἀνόσιοι λάρυγγες· ― ὁ Νόνν. ἐν Διον. 40. 285 δίδει τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἰς τὸν ἀστερισμὸν τῆς Μεγ. Ἄρκτ., πρβλ. Ὀδ. Ε. 273.

French (Bailly abrégé)

ποδος (ὁ, ἡ)
dont les pieds ne sont pas lavés.
Étymologie: ἄνιπτος, πούς.

Spanish (DGE)

-ποδος
1 que no se lava los piesde los sacerdotes de Dodona sometidos a esta prescripción religiosa Il.16.235, de filósofos, Eub.139, en rel. con un culto no bien conocido ἐκ προγόνων παλλακίδων καὶ ἀνιπτοπόδων EA p.406.
2 que no mete sus pies en el mar ἵππος Nonn.D.43.212
fig. que no se sumerge en el mar, que no se pone de la Osa Mayor, Nonn.D.40.285.

Greek Monolingual

ο (ΜΑ ἀνιπτόπους, -ουν)
αυτός που έχει άπλυτα πόδια
(νεοελλ.-μσν.) (στον πληθ. ως ουσ.) οι ανιπτόποδες
αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν αγιότητα να παραμελούν την καθαριότητα και να μένουν άπλυτοι.