ἀντιπαθητικός
From LSJ
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
ή, όν,
A opposed to passivity, Sch.Opp.H.1.653.
German (Pape)
[Seite 256] entgegenwirkend, Ael. H. A.
Spanish (DGE)
-ή, -όν opuesto a la pasividad Sch.Opp.H.1.653.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀντιπαθητικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αυτός που προκαλεί αντιπάθεια
αρχ.
ο αντίθετος στην παθητικότητα, ο ενεργητικός.