ἀντιχορηγέω

From LSJ
Revision as of 20:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιχορηγέω Medium diacritics: ἀντιχορηγέω Low diacritics: αντιχορηγέω Capitals: ΑΝΤΙΧΟΡΗΓΕΩ
Transliteration A: antichorēgéō Transliteration B: antichorēgeō Transliteration C: antichorigeo Beta Code: a)ntixorhge/w

English (LSJ)

   A to be a rival choragus, And.4.42; ἀ. τινί rival him in the choragia, D.21.62.    II furnish in return, J.BJ2.20.8 (Pass.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιχορηγέω: εἶμαι ἀντιχόρηγος, δηλ. ἀντίπαλος χορηγός, τυγχάνω ἀντιχόρηγος τραγῳδοῖς οὐ τύπτων τοὺς ἀντιχορηγοῦντας Ἀνδοκ. 34. 30· ἀντ. τινί, ἀνταγωνίζομαι πρός τινα ἐν τῇ χορηγίᾳ, Δημ. 534. 25. ΙΙ. χορηγῶ τι ἀπέναντι λαμβανομένου, ἀνταποδίδω, καὶ τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ἀντιχορηγεῖσθαι παρὰ τῶν ὁπλιτῶν τὴν ἀσφάλειαν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 2. 20, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être rival comme chorège;
2 fournir en retour.
Étymologie: ἀντιχόρηγος.

Spanish (DGE)

1 ser corego rival And.4.42
c. dat. rivalizar con uno en la coregía τῷ Διοκλεῖ D.21.62.
2 proporcionar a su vez τοῖς τὰ σῖτα πέμπουσιν ... τὴν ἀσφάλειαν I.BI 2.584.

Greek Monotonic

ἀντιχορηγέω: μέλ. -ήσω, είμαι αντίπαλος χορηγός τινί, σε κάποιον αλλο, σε Δημ.