ἀποβλεπτέον
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
A one must consider, Gal.11.407.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλεπτέον: Ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀποβλέπω, δεῖ ἀποβλέπειν, Γαλην. τ. 2, σ. 3Β.
Spanish (DGE)
hay que prestar atenciónεἰς τὴν τῆς οὐσίας αὐτοῦ σύστασιν ἀποβλεπτέον Gal.11.407, cf. Hsch.