ἀπολαυστικός

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολαυστικός Medium diacritics: ἀπολαυστικός Low diacritics: απολαυστικός Capitals: ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apolaustikós Transliteration B: apolaustikos Transliteration C: apolafstikos Beta Code: a)polaustiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A devoted to enjoyment, βίος Arist.EN1095b17; οἱ -κοί Plu.2.1094f; producing enjoyment, ἀρεταί Arist.Rh.1367a18. Adv. -κῶς, ζῆν Id.Pol.1312b23.    II choice, οἶνος Plb.12.2.7; μήκωνες Hices. ap. Ath.3.87e (Comp.); luxurious, δίαιτα Gal.18(2).463.

German (Pape)

[Seite 310] dem Genuß ergeben, βίος Arist. Nic. 1, 5, 2; wie die Phäaken Ath. I, 16; vgl. XII, 510 c; οἱ ἀπολαυστικοί Plut. non posse 12 (bes. vom Essen, s. Ath. unter ἀπόλαυσις); ἀπολαυστικῶς ζῆν Arist. pol. 5, 8, 20; nur für den Genuß, τὰ ἀπολαυστικά (im Ggstz der κάρπιμα) ἀφ' ὧν μηδὲν περὶ τὴν χρῆσιν γίγνεται, ὅ, τι καὶ ἄξιον Arist. rhet. 1, 5; zu genießen, οἶνος Pol. 12, 2; – von der Kost, gedeihlich, Ath. III, 87 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολαυστικός: -ή, -όν, ἀφιερωμένος, δεδομένος εἰς ἀπόλαυσιν, βίος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 5, 2· παρέχων, προξενῶν ἀπόλαυσιν, τέρψιν, ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 9, 23: ― Ἐπίρ. -ικῶς, ἀπολαυστικῶς ζῆν ὁ αὐτ. Πολιτικ. 5. 10, 33. ΙΙ. ἀπολαυστός, ὃν δύναταί τις νὰ ἀπολαύσῃ, εὐχάριστος, ἐπὶ πραγμάτων, Ἀθήν. 87Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui procure des jouissances (particul. matérielles), agréable;
2 qui recherche les jouissances, voluptueux.
Étymologie: ἀπολαύω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1dedicado al placer, βίος Arist.EN 1095b17, οἱ ἀπολαυστικοί los que viven para el placer Plu.2.1094f.
2 que produce placer (material) ἀρεταί Arist.Rh.1367a19, ἀπολαυστικὰ φαντάσματα imágenes lujuriosas M.Ant.3.4
de comidas y bebidas exquisito οἶνος Plb.12.2.7, μήκωνες Hices. en Ath.87e
de la dieta regalada ἀ. καὶ ἀργός Gal.18(2).463.
II adv. -ῶς voluptuosamente ζῆν Arist.Pol.1312b23.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀπολαυστικός, -ή, -όν)
πρόξενος απόλαυσης, τερπνός, ευφρόσυνος
αρχ.
ο αφιερωμένος στην απόλαυση, αυτός που αγαπά τις απολαύσεις.