ἀπόμελι

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόμελι Medium diacritics: ἀπόμελι Low diacritics: απόμελι Capitals: ΑΠΟΜΕΛΙ
Transliteration A: apómeli Transliteration B: apomeli Transliteration C: apomeli Beta Code: a)po/meli

English (LSJ)

ιτος, τό,

   A honey-water, an inferior kind of mead, Dsc.5.9.    2 = ὀξύγλυκυ, τό, Antyll. ap. Orib.5.29.8, Philagr.ib.5.17, Gal.6.274.

German (Pape)

[Seite 314] ιτος, τό, eine Art schlechten Meths, Honigwasser, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόμελι: τό, ὑδρόμελι, εἶδος πενιχροῦ ποτοῦ, Διοσκ. 5. 17· -ὡσαύτως ὀξύγλυκυ, τό, Γαλην.

Spanish (DGE)

-ιτος, τό
aguamiel, hidromel καλοῦσι δέ τινες καὶ ἀ. τὸ ἐκπλυνομένων τῶν κηρίων ὕδατι σκευαζόμενον ὑδρόμελι καὶ ἀποτιθέμενον Dsc.5.9, ἀπόμελι δὲ κάλλιστον ἐν ὕδατι σκευάζεται Gal.6.274, ὑδρόμελι δὲ καὶ ἀπόμελι καὶ μελίμηλον αὐτὰ μὲν ἐφ' ἑαυτῶν οὐκ ἐπιτήδεια πόματα Antyll. en Orib.5.29.8, cf. Dieuch.19.7, Alex.Trall.1.309.14, 327.8, 335.6.

• Etimología: Comp. de ἀπό c. valor peyor. y μέλι, q.u.

Greek Monolingual

ἀπόμελι (-ιτος), το (Α)
υδρόμελι, φτωχικό ποτό.