προβατοτροφία

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτοτροφία Medium diacritics: προβατοτροφία Low diacritics: προβατοτροφία Capitals: ΠΡΟΒΑΤΟΤΡΟΦΙΑ
Transliteration A: probatotrophía Transliteration B: probatotrophia Transliteration C: provatotrofia Beta Code: probatotrofi/a

English (LSJ)

Ion. -ίη, ἡ,

   A keeping of sheep, prob. in Supp.Epigr.2.579.8 (Teos, iv B.C.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ, προβατοτρόφος
ιων. τ. προβατοτροφίη Α
εκτροφή προβάτων
νεοελλ.
(ιδίως) η εκτροφή προβάτων με σκοπό την αναπαραγωγή, προβατοκομία.