βουκεφάλιον

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A ox-head, used as an ornament, Lys.Fr.34, SIG695.71 (Magn. Mae.); β. χρυσᾶ SIG2588.199 (Delos, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 456] τό, Ochsenkopf, Lysias bei Ath. V, 210 a.

Greek (Liddell-Scott)

βουκεφάλιον: τό, βοὸς κεφαλή, Λυσ. Ἀποσπ. 18.

Spanish (DGE)

-ου, τό
cabeza de toro, bucranio figura utilizada como elemento decorativo (ἡ ἐγγυθήκη) Σατύρων ἔχει πρόσωπα καὶ βουκεφάλια Lys.Fr.32, βουκεφάλια χρυσᾶ ID 442B.199 (II a.C.), cf. IM 100b.23 (II a.C.).

Greek Monolingual

βουκεφάλιον, το (Α) βουκέφαλος
κόσμημα σε σχήμα κεφαλής βοδιού.