δεκάσπορος
From LSJ
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
χρόνος, ὁ, lapse
A of ten seed-times, i.e. ten years, E.Tr. 20, cf. El.1154.
German (Pape)
[Seite 542] χρόνος, Zeit von zehn Aussaaten, zehnjähriger Zeitraum, Eur. Tr. 20.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάσπορος: χρόνος, ὁ, πάροδος δέκα σπορητῶν, ὅ ἐ. δέκα ἐνιαυτῶν, Εὐρ. Τρῳ. 20, πρβλ. Ἠλ. 1154.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(laps de temps) de dix semailles, càd de dix ans.
Étymologie: δέκα, σπείρω.
Spanish (DGE)
-ον
de diez sementeras, e.e. de diez años δεκασπόρῳ χρόνῳ después de diez años E.Tr.20.
Greek Monolingual
δεκάσπορος, -ον (Α)
φρ. «δεκάσπορος χρόνος» — η πάροδος δέκα περιόδων σποράς, περίοδος δέκα ετών.