διαγιγγράζω

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγιγγράζω Medium diacritics: διαγιγγράζω Low diacritics: διαγιγγράζω Capitals: ΔΙΑΓΙΓΓΡΑΖΩ
Transliteration A: diagingrázō Transliteration B: diagingrazō Transliteration C: diagiggrazo Beta Code: diagiggra/zw

English (LSJ)

lit.

   A tune up: metaph. of a cook, Athenio 1.31 (cj. Dobr.).

Greek (Liddell-Scott)

διαγιγγράζω: χορδίζω, ἐντείνω, Ἀθηνίων Σαμοθρ. 1. 31, ἐκ διορθώσεως τοῦ Dobr., κωμικῶς εἰρημένον περὶ μαγείρου ἐντέχνως κατασκευάζοντος ζωμόν.

Spanish (DGE)

dar el tono, afinar fig. de un cocinero διεγίγγρασ' ὑποκρούσας γλυκεῖ dio el tono adecuado con un toque de mosto a un guiso, Athenio 1.31.

Greek Monolingual

διαγιγγράζω (Α)
χορδίζω μουσικό όργανο
2. μτφ. (για μάγειρο) παρασκευάζω με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + γιγγράς «μικρός αυλός»].