διάνοιξις
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
εως, ἡ,
A opening, Ruf.Anat.23, Thd.Is.61.1.
German (Pape)
[Seite 593] ἡ, Eröffnung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διάνοιξις: -εως, ἡ, ἄνοιγμα, Νεμέσ. Φύσ. Ἀνθρ. 210. 4
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 apertura τοῦ στόματος Ruf.Anat.23, cf. Nemes.Nat.Hom.M.40.668B, de las prisiones, Thd.Is.61.1, de muros o tumbas, Sud.s.u. διωρυχή.
2 fig. revelación mística διανοίξεως δεῖται τὰ λόγια Apoll.Laod.Ps.118.130.