διακάρδιος
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
English (LSJ)
ον,
A heart-piercing, ὀδύνη J.AJ19.8.2.
German (Pape)
[Seite 581] durchs Herz gehend, ὀδύνη Ios.
Greek (Liddell-Scott)
διακάρδιος: -ον, ὁ τὴν καρδίαν διαπερνῶν, διατρυπῶν, ὀδύνη Ἰώσηπ. Ι. Α. 19. 8, 2.
Spanish (DGE)
-ον que traspasa el corazón ὀδύνη I.AI 19.346.
Greek Monolingual
διακάρδιος, -ον (Α)
φρ. «διακάρδιος ὀδύνη» — πόνος που διαπερνάει την καρδιά, που σφάζει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + -κάρδιος < καρδία (πρβλ. μελανοκάρδιος, σπαραξικάρδιος)].