δίκραιρος

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκραιρος Medium diacritics: δίκραιρος Low diacritics: δίκραιρος Capitals: ΔΙΚΡΑΙΡΟΣ
Transliteration A: díkrairos Transliteration B: dikrairos Transliteration C: dikrairos Beta Code: di/krairos

English (LSJ)

ον,

   A two-horned, AP6.32 (Agath.).    II forked, δίκραιρα . . κήτεος ὁλκαίη A.R.4.1613.

German (Pape)

[Seite 629] zweispaltig; ὁλκαίη Ap. Rh. 4, 1613; zweihörnig, Pan, Agath. 29 (VI, 32).

Greek (Liddell-Scott)

δίκραιρος: -ον, ὁ δύο ἔχων κέρατα, Ἀνθ. Π. 6. 32. ΙΙ. ὁ εἰς δύο ἐσχισμένος, ἴδε Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1613.

Spanish (DGE)

-ον
1 bicornede Pan AP 6.32 (Agath.)
de un candelabro de dos brazos Paul.Sil.Soph.856.
2 ahorquillado, bifurcado ἀλκαίη de la cola de Tritón, A.R.4.1613.

Greek Monolingual

δίκραιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει δύο κέρατα
2. ο σχισμένος στα δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -κραιρος < κραιρα «κορυφή, κεφαλή» (πρβλ. εύκραιρος, τανύκραιρος)].