διαυχενίζομαι

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαυχενίζομαι Medium diacritics: διαυχενίζομαι Low diacritics: διαυχενίζομαι Capitals: ΔΙΑΥΧΕΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: diauchenízomai Transliteration B: diauchenizomai Transliteration C: diafchenizomai Beta Code: diauxeni/zomai

English (LSJ)

   A hold the neck erect, Eun.Hist.pp.263,272 D.

German (Pape)

[Seite 609] den Nacken zurückwerfen, eigtl. von Pferden, u. übertr., sich brüsten; Suid.; Poll. 1, 218.

Greek (Liddell-Scott)

διαυχενίζομαι: ἀποθ., ὑψῶ τὸν αὐχένα, γαυριῶ, se rengorger, Πολυδ. Α΄, 218, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ.

Spanish (DGE)

1 intr. enderezar el cuello διηυχενίζετο πρὸς τὸν ... Λέοντα Eun.Hist.67.7
fig. aspirar a πρὸς τὸ ἀγέρωχον ... καὶ φιλοκίνδυνον Eun.Hist.78.1.
2 tr. enderezar, arreglar ἕτερα δὲ οὐ πολύ τι μείω ἀνωρθοῦτο καὶ διηυχενίζετο Eun.Hist.78.2.

Greek Monolingual

διαυχενίζομαι (Α)
1. (για άλογα) υψώνω τον αυχένα
2. (για ανθρ.) υπερηφανεύομαι, κομπάζω.