διχοψυχία
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
división, doblez del alma, hipocresía πάσης διχοψυχίας (τὴν ἰδίαν ζωήν) ἀλλοτριώσαντες Origenes M.12.1505D, cf. Ath.Al.M.27.293C.
Greek Monolingual
διχοψυχία, η (AM)
διχασμός της ψυχής, αμφιταλάντευση, αβεβαιότητα στην πίστη.