δυσκατάλυτος
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ον,
A hard to bring to an end, πόλεμοι Str.14.1.28; hard to overthrow, δυναστεία J.BJ4.5.5.
German (Pape)
[Seite 682] schwer aufzulösen; πόλεμος, beizulegen, Strab. XIV p. 643; δυναστεία Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάλῠτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ καταλύσῃ ἢ νὰ διαλύσῃ τις, πόλεμος Στράβων 643.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de llevar a término, difícil de suprimir πόλεμοι Str.14.1.28, λοιμός Chrys.M.58.677
•difícil de derribar δυναστεία I.BI 4.352, οἱ ζηλωταί I.BI 4.193.
Greek Monolingual
δυσκατάλυτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα καταλύεται ή παύεται.