δωροφορέω
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
A bring presents, τινί Pl.Phdr.266c, cf.Euthphr.14e, prob. in Epigr. ap.Ath.5.209e (Archimelos); give as presents or bribes, τί τινι Ar.V. 675, cf. D.C.40.53. II δ. τινά present him with gifts, Ael.VH1.32.
German (Pape)
[Seite 696] Geschenke darbringen, τινί, Plat. Phaedr. 266 c; τινί τι, Euthyphr. 14 e, wie Ar. Vesp. 675; τί, Pol. 2, 19; auch τινά, Einen beschenken, Ael. V. H. 1, 32. Häufig bei K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δωροφορέω: φέρω δῶρα, τινὶ Πλάτ. Φαίδρ. 266C, πρβλ. Εὐθύφρ. 14Ε· προσφέρω ὡς δῶρον, τί τινι Ἀριστοφ. Σφηξ. 675· ἴδε δωροδοκέω ἐν τέλ. ΙΙ. δ. τινα, χαρίζω, δίδω εἴς τινα δῶρα, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
apporter des présents : τινα gratifier qqn de présents.
Étymologie: δῶρον, φέρω.
Spanish (DGE)
1 c. ac. de cosa y dat. de pers. regalar, ofrecer como regalo τούτοισι δὲ δωροφοροῦσιν ὕρχας Ar.V.675, Ἑλλάδι ... καὶ νάσοις καρπὸν πίονα Archimel.SHell.202.16, αὐτῷ τι τῶν κεχαρισμένων Gr.Nyss.Or.Dom.22.8
•abs., c. dat. de pers. o dioses ofrecer regalos, hacer ofrendas δωροφορεῖν αὐτοῖς, ὡς βασιλεῦσιν Pl.Phdr.266c, cf. Euthphr.14e, Gr.Naz.M.36.332A, ἑκάστοις (θεοῖς) D.S.1.49, cf. Plb.2.19.1, D.C.77.12.4, Θεῷ Isid.Pel.Ep.M.78.381B, raro c. ac. de pers. δωροφορῆσαι βασιλέα Ael.VH 1.32.
2 ref. pueblos sometidos enviar presentes como tributo δωροφορεῖν κατ' ἐνιαυτὸν εἰς Αἴγυπτον D.S.1.55.
3 sent. peyor. ofrecer regalos como soborno τῶν γὰρ ... τριῶν δωροφορησάντων μόνος ἐκεῖνος κατεδικάσθη D.C.40.53.1.
Greek Monotonic
δωροφορέω: μέλ. -ήσω, κουβαλώ, φέρνω δώρα, τινί, σε Πλάτ.· προσφέρω ως δώρο ή δωροδοκώ, τί τινι, σε Αριστοφ.