ἐγχεσφόρος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ον,
A spear-bearing, Pi.N.3.61.
German (Pape)
[Seite 713] speertragend, Pind. N. 3, 58.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγχεσφόρος: -ον, ὁ φέρων ἔγχος, Πινδ. Ν. 3. 107.
English (Slater)
ἐγχεσφόρος
1 spear bearing ἐγχεσφόροις Αἰθιόπεσσι (N. 3.61)
Spanish (DGE)
-ον
portador de lanza, lancerode los etíopes, Pi.N.3.61.
Greek Monolingual
ἐγχεσφόρος, -ον (Α)
αυτός που φέρει έγχος.