ὑμέναιον ἄνορμον εἰσπλεῖν → sail into a marriage that is no haven
[Seite 717] ep. = ἔλπομαι.
ἐέλπομαι: Ἐπ. ἀντὶ ἔλπομαι.
épq. c. ἔλπομαι.
see ἔλπομαι.
v. ἔλπω.
ἐέλπομαι: Επικ. αντί ἔλπομαι.