ἐθελόσυχνος
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
ον,
A fond of repetition, a bore, Crates Com.48(s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 718] der gern oft kommt od. Etwas thut, Crates bei E. M. 299, 30.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθελόσυχνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ συχνάζῃ εἴς τι, ἀνιαρός, ὀχληρός, Κράτ. ἐν Ἀδήλ. 8.
Spanish (DGE)
-ον dispuesto a repetir lo mismo, pelmazo Cratin.446.
Greek Monolingual
ἐθελόσυχνος, -ον (Α)
ανιαρός, ενοχλητικός.