ἔκκεντρος
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
ον, Astron.,
A κύκλος not having the earth as centre, eccentric, Cleom.1.6, Gem.1.34, Ptol.Alm.3.3, etc. II not occupying a cardinal point, opp. ἔγκ., Vett.Val.97.11.
German (Pape)
[Seite 762] excentrisch, Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκεντρος: -ον, ἐκτὸς τοῦ κέντρου, μακρὰν αὐτοῦ, Πολ. ἀντίθετον τῷ σύγκεντρος.
Spanish (DGE)
-ον
astr. excéntrico, cuyo centro no coincide con el de la esfera celeste ἡ (ὑπόθεσις) τῶν ἐκκέντρων κύκλων Theo Sm.166, cf. Procl.Hyp.1.34, in Ti.3.96.27, αἱ καλούμεναι ἔκκεντροι σφαῖραι Simp.in Cael.32.8, cf. Chal.Comm.80, (τῶν πλανητῶν) οἱ κύκλοι Posidon.18, cf. Theo Sm.154, 155, ὁ ἔ. κύκλος ref. la órbita solar, Gem.1.34, cf. Cleom.1.4.58, Ptol.Alm.3.3
•astrol. que no coincide con los puntos cardinales del círculo zodiacal οἱ ἀστέρες Vett.Val.92.24, 31, cf. Cat.Cod.Astr.8(1).261.16.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκκεντρος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το κέντρο
2. το ουδ. ως ουσ. μηχανισμός που προορίζεται να μετατρέψει μια ομαλή κυκλική κίνηση σε ευθύγραμμη εναλλασσόμενη
αρχ.
αυτός που στρέφεται γύρω από άξονα ο οποίος δεν περνά από το κέντρο του.