ἔκκεντρος
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ἔκκεντρον, Astron.,
A κύκλος not having the earth as centre, eccentric, Cleom.1.6, Gem.1.34, Ptol.Alm.3.3, etc.
II not occupying a cardinal point, opp. ἔγκ., Vett.Val.97.11.
Spanish (DGE)
-ον
astr. excéntrico, cuyo centro no coincide con el de la esfera celeste ἡ (ὑπόθεσις) τῶν ἐκκέντρων κύκλων Theo Sm.166, cf. Procl.Hyp.1.34, in Ti.3.96.27, αἱ καλούμεναι ἔκκεντροι σφαῖραι Simp.in Cael.32.8, cf. Chal.Comm.80, (τῶν πλανητῶν) οἱ κύκλοι Posidon.18, cf. Theo Sm.154, 155, ὁ ἔ. κύκλος ref. la órbita solar, Gem.1.34, cf. Cleom.1.4.58, Ptol.Alm.3.3
•astrol. que no coincide con los puntos cardinales del círculo zodiacal οἱ ἀστέρες Vett.Val.92.24, 31, cf. Cat.Cod.Astr.8(1).261.16.
German (Pape)
[Seite 762] excentrisch, Mathem.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκκεντρος: -ον, ἐκτὸς τοῦ κέντρου, μακρὰν αὐτοῦ, Πολ. ἀντίθετον τῷ σύγκεντρος.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔκκεντρος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το κέντρο
2. το ουδ. ως ουσ. μηχανισμός που προορίζεται να μετατρέψει μια ομαλή κυκλική κίνηση σε ευθύγραμμη εναλλασσόμενη
αρχ.
αυτός που στρέφεται γύρω από άξονα ο οποίος δεν περνά από το κέντρο του.