ἔκπτωμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό,
A dislocation, Hp.Art.28. II collapse of a dam, PTeb.72.78 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 777] τό, das ausgefallene, ausgerenkte Glied, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπτωμα: τό, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1medic. dislocación, luxación Hp.Off.23, Mochl.4, de la mano, Hp.Art.28, ἐκπτώματα ... ἐπὶ τῶν ἐξηρθρηκότων Gal.18(2).887.
2 caída, hundimiento περιχώμ[α] τος PTeb.72.78 (II a.C.).
II fig. error, fallo βροτῶν Gr.Naz.M.37.1429A.
Greek Monolingual
ἔκπτωμα, το (Α)
1. εξάρθρωση
2. κατάρρευση αναχώματος.