κατάρρευση

From LSJ

χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours

Source

Greek Monolingual

η (AM κατάρρευσις) καταρρέω
η προς τα κάτω ροή, η καταρροή
νεοελλ.
1. η πτώση προς τα κάτω, το να γκρεμιστεί ή να διαλυθεί κάτι
2. σωματική ή ψυχική εξάντληση
3. παρακμή
4. αστρον. (για αστέρα) συρρίκνωση και συμπίεση λόγω της βαρύτητας.