Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατάρρευση

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

η (AM κατάρρευσις) καταρρέω
η προς τα κάτω ροή, η καταρροή
νεοελλ.
1. η πτώση προς τα κάτω, το να γκρεμιστεί ή να διαλυθεί κάτι
2. σωματική ή ψυχική εξάντληση
3. παρακμή
4. αστρον. (για αστέρα) συρρίκνωση και συμπίεση λόγω της βαρύτητας.