ἀνεσταλμένως

From LSJ
Revision as of 11:17, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεσταλμένως Medium diacritics: ἀνεσταλμένως Low diacritics: ανεσταλμένως Capitals: ΑΝΕΣΤΑΛΜΕΝΩΣ
Transliteration A: anestalménōs Transliteration B: anestalmenōs Transliteration C: anestalmenos Beta Code: a)nestalme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ἀναστέλλω,

   A tucked up, gloss on ἐπιστολάδην, Sch.Hes.Sc.287.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεσταλμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀναστέλλω· τὸ ἐπίρρ. τοῦτο μετεχειρίσθη ὁ σχολιαστὴς τοῦ Ἡσιόδου ὅπως ἑρμηνεύσῃ τὴν ἐν Ἀσπίδι Ἡρακλ. λέξιν ἐπιστολάδην: ἐπιστολάδην δὲ χιτῶνας ἔσταλτ’ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 287, ὥστε σημαίνει ἀνεζωσμένως.