ἐνοικήτωρ
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A inhabitant, St.Byz. s.v. Πικεντία.
German (Pape)
[Seite 849] ορος, ὁ, der Einwohner, St. B. v. Πικεντία.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοικήτωρ: -ορος, ὁ, κάτοικος, Στ. Βυζάντ. ἐν λ. Πικεντία.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ habitante St.Byz.s.u. Πικεντία.