προσγελάω
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
fut. -άσομαι [ᾰ] Ar.Pax600:—
A smile at one, τινα Hdt. 5.92.γ, E.Med.1162, Pl.R.566d, etc.; σὲ . . τὰ . . φυτὰ προσγελάσεται Ar. l.c.: c. acc. cogn., προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων smile your last smile upon me, E.Med.1041. 2 greet. the senses, ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ A.Eu.253; πιστὰ γάρ σε προσγελᾷ θεᾶς ἔπη S.Ichn.291; προσγελῶσά τε λοπὰς παφλάζει Eub.109, cf. Diph.33.5. 3 later c. dat., smile upon, δούλοις Arist.Fr.183, cf. LXXSi. 13.6, Lib.Or.48.10.
German (Pape)
[Seite 754] (s. γελάω), Einen anlachen; τί προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων; Eur. Med. 1041; προσγελάσεται, Ar. Pax 583; τινά, Her. 5, 92, 3; προσγελᾷ τε καὶ ἀσπάζεται πάντας, Plat. Rep. VIII, 566 d; übertr., ὀσμὴ βροτείων αἱμάτων με προσγελᾷ, Aesch. Eum. 246; Einem zulachen, τινί, Valck. Hipp. 862.