προσήκω

From LSJ
Revision as of 19:15, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσήκω Medium diacritics: προσήκω Low diacritics: προσήκω Capitals: ΠΡΟΣΗΚΩ
Transliteration A: prosḗkō Transliteration B: prosēkō Transliteration C: prosiko Beta Code: prosh/kw

English (LSJ)

(written προσhεκ-, i.e. προσἡκ-, IG12.57.15), Dor. ποθήκω GDI2151, al. (Delph.), hyperdor. ποθάκω Diotog. ap. Stob. 4.1.133:—

   A to have come, be at hand, be present, χρεία προσήκει A.Pers. 143 (anap.); ὡς φίλοι προσήκετε S.Ph.229, cf. OC35, El.1142; ἐνταῦθ' ἐλπίδος προσήκομεν E.Or.693; π. ὄχθαι ἐπὶ τὸν ποταμόν reach to the river, X.An.4.3.23; τοῦ πρὸς ταῦτα -ήκοντος θεάτρου Id.HG7.4.31.    II metaph., belong to, εἰ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές S.OT814; τῷ γὰρ προσήκει . . τόδε; whom does this concern? Id.El.909; Πενθεῖ δὲ τί μέρος . . προσῆκε; E.Ba.1301; νομίσας ἑορτὴν ἑαυτῷ τι προσήκειν Th.1.126; τῇ βασιλείᾳ π. οὐ ῥᾳδιουργία, ἀλλὰ καλοκἀγαθία X.Ages.11.6, cf. Pl.R.443a; ὅσα τριήρεσιν προσήκει Id.Criti. 117d, etc.; γεωργίᾳ, ναυτιλίᾳ π., appertain to... Id.R.527d: sts. folld. by πρός, οὐδὲν πρὸς Πέρσας τοῦτο π. τὸ πάθος Hdt.8.100, cf. D.C. 58.27.    b of persons, belong to, be related to (cf. infr. 111.3), τινι E.IT550; Τηρεῖ· . . ὁ Τήρης οὗτος οὐδὲν π. Th.2.29; αὐτῇ π. Φειδίας is concerned with her, Ar.Pax616; προσήκετε ἡμῖν τὰ μέγιστα Th.6.84; π. γένει Ar.Ra.698: c. inf., οὐ προσήκομεν κολάζειν τοῖσδε we do not belong to them to punish, i.e. it is not for them to punish us, E.Or. 771 (troch.).    2 impers., it belongs to, concerns, freq. with neg. and gen. rei (with περί c. gen., Phld.Rh.1.202 S.), οὐδέν μοι π. τῆς αἰτίας ταύτης I have nothing to do with . ., Antipho 6.33, cf. X.An.3.1.31, Cyr.8.1.37; ἐμοὶ οὐδαμόθεν π. τούτου τοῦ πράγματος And.4.34; οὐδ' ὁτιοῦν π. ἑαυτοῖς οὐδενὸς τῶν Ἁγνίου D.43.20, cf. 35.33; so with a question, τί οὖν π. δῆτ' ἐμοὶ Κορινθίων; Ar.Av.969, cf. X.Mem.4.5.10, etc.; προσήκει [τισὶ] οἰκείου τινὸς ἀγαθοῦ they possess a peculiar excellence, Dam.Pr.34.    b c. dat. pers. et inf., it belongs to, beseems, οἷς προσῆκε πενθῆσαι A.Ch.173; οὔ σοι προσήκει τήνδε προσφωνεῖν φάτιν S.El.1213; τοὐναντίον δρῶν ἢ προσῆκ' αὐτῷ ποιεῖν Ar.Pl.14; ἀγαθοῖς ὑμῖν π. εἶναι X. An.3.2.11, cf. Pl.Phdr.233a; cf. infr. 111.4: c.acc. pers., οὔ σε προσήκει . . λέγειν' tis not meet that thou... A.Ag.1551 (anap.), cf. E.Or.1071, Pl.Grg.491d, X.An.3.2.15 (the impf. προσῆκεν is said to be used for προσήκει in 7.7.18, Eq.12.14: Att. usage, acc. to Thom.Mag.p.287 R.): sts. the two constructions are combined, προσήκει τοῖς μὲν ἄλλοις . . στέργειν, σὲ δὲ . . νομίζειν Isoc.5.127: sts. the inf. is supplied, ἑκάστῳ (v.l. ἕκαστος) ἀπολοφυράμενοι ὃν π. [ἀπολοφύρασθαι] ἄπιτε Th.2.46; ἐγὼ δὲ πάνθ' ὅσα π. τὸν ἀγαθὸν πολίτην [πράττειν] ἔπραττον D.18.180, cf. 23.164, Isoc.15.119, X.Mem.2.1.32.    III freq. in Part. as Adj.,    1 belonging to one, αἰτία οὐδὲν ἐμοὶ προσήκουσα D.21.110, cf. Antipho 5.2; μηθενὶ μηθὲν ποθήκουσα, of a slave, GDI l.c.: c.gen., ἐν τοῖς τοῦ πράγματος ἑκάστοις προσήκουσιν all that belongs to his business, Pl.Lg. 643b: abs., τὰς οὐ προσηκούσας ἁμαρτίας not his own faults, Antipho 3.2.10; τὰ μὴ π. ( ἀλλότρια) ἐπικτωμένους Th.4.61; οἱ π. ξύμμαχοι Id.1.40, etc.    2 befitting, proper, meet, π. ἐγκλήματα ibid., Hyp. Eux.24; ἡ π. σωτηρία Th.6.83; τὸ π. ἑκάστῳ ἀποδιδόναι Pl.R.332c; τιμαί Id.Lg.952c, cf.Epin.985d; ἔλεος D.21.196, etc.: τὰ π. what is fit, seemly, εἰπεῖν περὶ Κύρου τὰ π. X.Cyr.3.3.1; τὰ π. πράττειν to do one's duty, Id.Mem.1.1.12, etc.; τὰ π. ἔργα Id.HG3.4.16; also τὸ προσῆκον fitness, propriety, ἐκτὸς τοῦ π. E.Heracl.214; πέρα τοῦ π. Antipho 5.1; μακρότερα τοῦ π. Pl.Cra.413a; μᾶλλον τοῦ π. Id.Lg. 697c; παρὰ τὸ π. Id.Phlb.36d, Thphr.Char.17.1; κατὰ τὸ π. Plu.2. 122a; so οὐκ ἐκ προσηκόντων Th.3.67: c. inf., προσήκοντα ἀκοῦσαι σοφίσματα fit to hear, Pl.R.496a; λόγοι π. ἀκούειν Id.Lg.811d.    3 of persons, akin, τὸ ἀνέκαθεν τοῖσι Κυψελίδῃσι ἦν προσήκων Hdt.6.128, cf. A.Ch.689; γένει προσήκων βασιλεῖ X.An.1.6.1; οἱ προσήκοντες γένει E.Med.1304, cf. Pl.Lg.874a; κατὰ γένος, διὰ συγγένειαν, Plu. Thes.19, Cat.Mi.14, etc.; οἱ προσήκοντες τῷ νεκρῷ Hdt.4.14, cf. X. HG1.7.21, etc.; οἱ προσήκοντές οἱ his relations, Hdt.1.216; also οἱ π. τινός Th.1.128, Lys.18.1, Pl.Ap.34b; οἱ μάλιστα π. Hdt.3.24; πατέρας καὶ ἀδελφοὺς καὶ ἄλλους τοὺς π. Pl.Ap.33d; Dor. οἱ ποθίκοντες Orac. ap. D.43.66: hence αἱ προσήκουσαι ἀρεταί hereditary fair fame, Th.4.92.    b οὐδὲν προσήκων one who has nothing to do with the matter, Pl.R.539d; οὐδὲν προσῆκον ἐνίοις though there is no connexion in some cases, Id.Cra.397b: c. inf., θεὸν . . οὐδὲν προσήκοντ' ἐν γόοις παραστατεῖν having no concern with assisting one in sorrows, A.Ag. 1079; πρὸς τοὺς μὴ προσήκοντας (sc. ὀλιγωρίας τυγχάνειν) Arist.Rh. 1379b12.    4 abs. in neut., οὐ προσῆκον though or since it is not fitting, Th.3.40; οὐδὲν π . . . ἐπιτάσσειν Id.6.82, cf. 84: without a neg., prob. in Hyp.Dem.Fr.10; ὡς π. αὐτοῖς χρῆσθαι Pl.Tht.196e.

German (Pape)

[Seite 764] bis irgendwohin kommen, reichen, sich bis irgendwohin erstrecken, herankommen; χρεία προσήκει, Aesch. Pers. 139; εἴπερ ὡς φίλοι προσήκετε, Soph. Phil. 229; O. C. 35; ἐνταῦθ' ἐλπίδος προσήκομεν, Eur. Or. 692. – Gew. übertr., bes. impers., προσήκει πρός τινα, es geht Einen an, hat Bezug auf ihn, Her. 8, 100, εἰ δὲ τῷ ξένῳ τούτῳ προσήκει Λαΐῳ τι συγγενές, Soph. O. R. 814, wenn irgend eine Verwandtschaft sich bis auf ihn erstreckt; προσήκει μοί τινος, mir kommt ein Antheil davon zu, ich habe Theil daran, Lys. 6, 38; οὐδέν μοι προσήκει τινός, ich habe keinen Theil daran, es geht mich nicht an, Xen. An. 3, 1, 31; vgl. Plat. Phaed. 88 b; ᾡ μήτε μέσου μήτε μερῶν προσήκει, Parm. 138 d; προσήκει οὐδενὶ ἀρχῆς, Xen. Cyr. 8, 1, 37; aber gew. c. dat., es kommt Einem zu, paßt oder schickt sich für ihn, οἷς προσῆκε πενθῆσαι τριχί, Aesch. Ch. 171; τῷ γὰρ προσήκει πλήν γ' ἐμοῦ καὶ σοῦ τάδε, Soph. El. 897; οὐ σοὶ προσήκει τήνδε προσφωνεῖν φάτιν, 1204; μῶν προσῆκέ σοι, Eur. I. T. 550; βελτίονί σοι προσήκει γενέσθαι, Plat. Phaedr. 233 a; Gorg. 479 e; ὡς ἀγαθοῖς ὑμῖν προσήκει εἶναι, Xen. An. 3, 2, 11; ἃ ἱππάρχῳ προσῆκεν εἰδέναι, de re equ. 12, 15; vgl. εἴθ' ὑμᾶς προσῆκεν ἐκ τῆς χώρας ἀπιέναι εἴθ' ἡμᾶς, An. 7, 7, 18, worauf sich die Bemerkung des Thom. Mag. bezieht: τὸ προσῆκεν ἀντὶ τοῦ προσήκει λαμβανόμενον Ἀττικόν ἐστιν, wie wir sagen: es ziemte sich, du müßtest, für »es ziemt sich, du mußt«. – Auch mit acc. c. int., οὔ σε προσήκει τὸ μέλημα λέγειν, Aesch. Ag. 1530; τί γὰρ προσήκει κατθανεῖν σ' ἐμοῦ μέτα, Eur. O. 1071; τούτους προσήκει τῶν πόλεων ἄρχειν, Plat. Gorg. 491 d; Lys. 301 c; er vrbdt auch ὡς νῦν ὁ τυχὼν καὶ οὐδὲν προσήκων ἔρχεται ἐπ' αὐτό, der Nichts damit zu thun hat, sich nicht dazu paßt, u. braucht προσῆκον absolut, da es sich ziemt, paßt, Crat. 397 b, vgl. Theaet. 196 c; πολὺ δή που ἡμᾶς προσήκει ἀμείνονας εἶναι, Xen. An. 3, 2, 15; Folgde; – οἱ προσήκοντες, die Verwandten, τοῖς κυρίοισι καὶ προσήκουσι, Aesch. Ch. 678; u. vollständiger οἱ προσήκοντες γένει, Eur. Med. 1304; vgl. Ar. Ran. 697; Her. 1, 216; Plat. Legg. IX, 874 a u. öfter; auch ὀνόματι μόνον προσήκοντας, Conv. 179 c, nur dem Namen nach verwandt; φιλίᾳ, Xen. Cyr. 8, 7, 23; – τὸ προσῆκον, häufiger τὰ προσήκοντα, das Geziemende, Obliegende, die Pflicht, ἐκτὸς τοῦ προσήκοντος, Eur. Heracl. 215; μακρότερα τοῦ προσήκοντος ἐρωτᾶν, Plat. Crat. 413 a; auch τὸ προσῆκον ἑκάστῳ ἀποδιδόναι, Rep. I, 332 c; τὴν προσήκουσαν ἀρετὴν ἑκάστῳ γένει, Critia. 110 c; τὰ προσήκοντα πράττειν καὶ περὶ θεοὺς καὶ περὶ ἀνθρώπους, Gorg. 507 a; Xen. Cyr. 3, 3, 1. 5, 2, 22; Isocr. 4, 76 setzt τὰ μηδὲν προσήκοντα dem ἴδια entgegen; u. ähnl. Thuc. τὰς προσηκούσας ἀρετὰς μὴ αἰσχῦναι, domesticas virtutes, 4, 33.