προσυλάκτησις
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
English (LSJ)
εως, ἡ,
A carping, Simp.in Ph.1182.38.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α προσυλακτῶ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προσυλακτῶ
2. μτφ. ονειδισμός, προσβολή, συκοφαντία.