οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: σεισμοποιός | Medium diacritics: σεισμοποιός | Low diacritics: σεισμοποιός | Capitals: ΣΕΙΣΜΟΠΟΙΟΣ |
Transliteration A: seismopoiós | Transliteration B: seismopoios | Transliteration C: seismopoios | Beta Code: seismopoio/s |
όν,
A causing earthquakes, Ptol.Tetr.94, Vett. Val.8.25.
-όν, Α
αυτός που προκαλεί σεισμικές δονήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σεισμός < -ποιός].