σησαμίς
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
Dor. σᾱσᾰμίς, ίδος, ἡ,= σησαμῆ, Stesich.2, Eup.163, Antiph.78. II = σησαμοειδὲς τὸ μέγα, Ps.- Dsc.4.149.
German (Pape)
[Seite 876] ίδος, ἡ, 1) = σησαμῆ, späterer Ausdruck nach Schol. Ar. Pax 834; Ath. XIV, 646 f ἐκ μέλιτος καὶ σησάμων πεφρυγμένων καὶ ἐλαίου σφαιροειδῆ πέμματα, mit Beisp. aus Eupol. u. Antiphan. – 2) eine Pflanze, sonst σησαμοειδὲς μέγα, Diosc.