Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Full diacritics: σκόρπισις | Medium diacritics: σκόρπισις | Low diacritics: σκόρπισις | Capitals: ΣΚΟΡΠΙΣΙΣ |
Transliteration A: skórpisis | Transliteration B: skorpisis | Transliteration C: skorpisis | Beta Code: sko/rpisis |
εως, ἡ,
A reduction to powder, Zos.Alch.p.178B.
-ίσεως, ἡ, Α σκορπίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκορπίζω, η μετατροπή μιας ουσίας σε σκόνη.