σταῖς
From LSJ
English (LSJ)
or σταίς (not στᾷς), τό, gen. σταιτός,
A flour of spelt mixed and made into dough, Hdt.2.36, Hp.Art.38, Arist.Mete.386b14, Pr. 927b23, Thphr.Od.51, LXX Ex.12.34; εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σ. Eup. 332; also of dough in general, Gal.6.482,510,597. II = στέαρ, ὄϊος σταῖς dub. l. in Hp.Nat.Mul.103 (οἰσύπην Littré); ἐν σταιτὶ τρίβειν Id.Mul.1.84 (perh. in sense 1).
Greek (Liddell-Scott)
σταῖς: ἢ σταὶς (οὐχὶ στᾴς), τό, γεν. σταιτός· - ἄλευρον ἔκ τινος εἴδους σίτου (ζειᾶς) μεθ’ ὕδατος ἀναμεμιγμένον καὶ εἰς φύραμα πεποιημένον, «ζυμάρι», Ἡρόδ. 2. 36, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 805, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 16, Προβλ. 21. 8, 1· εἰ μὴ κόρη δεύσειε τὸ σταῖς Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 40· πρβλ. ζειά. ΙΙ. = στέαρ, ἄλειμμα, «ξύγγι», Ἱππ. 585. 3., 631. 41.