στιβαρός
English (LSJ)
ά, όν,
A strong, stout, sturdy, freq. in Hom. and Hes., of men's limbs, ὦμος, αὐχήν, βραχίονες, Il.5.400, 18.415, Od.18.69; χείρ 8.189; μέλεα Hes.Sc.76; πλευραί Pi.Fr.111; of weapons, ἔγχος, σάκος, Il.5.746, 3.335, etc.; δίσκος -ώτερος more massy, Od. 8.187; later, of persons, σ. τις καὶ καρτερά Ar.Th.639; σ. τὸ σῶμα J.BJ6.2.8; σ. τῇ γλώσσῃ LXX Ez.3.6; μοῖρα σ. Epigr. ap. Paus.10.12.6; εὐεπίη (of Aeschylus) AP7.39 (Antip.Thess.); ἀπειλά Hymm.Is. 170; λέξις D.H.Th.24, cf. Comp.22; -ώτερος λόγος a bulkier book, Sor.1.2; γυμνάσια -ώτερα, -ώτατα, more (most) violent, Antyll. ap. Orib.6.21.4, 6.35.2. Adv., πύλαι . . πύκα -ρῶς ἀραρυῖαι gates close shut, Il.12.454; βαρύνων τὸν κλοιὸν σ. LXX Hb.2.6; φρόντιζε σ. M.Ant.2.5. (Prob. cogn. with στείβω.)
German (Pape)
[Seite 942] eigtl. dicht zusammengedrängt, gedrungen, derb u. kräftig; oft Hom. u. Hes.; von gedrungenen, starkmuskeligen, kräftigen Gliedern: ὦμος, Il. 5, 400; αὐχήν, 18, 415, βραχίονες, Od. 18, 69; χείρ, Il. 13, 505; öfters χερσὶ στιβαρῇσιν, wie z. B. 12, 397; von festen harten Waffen: ἔγχος, 5, 746 u. öfter; σάκος, 3, 335 u. sonst; δίσκον στιβαρώτερον οὐκ ὀλίγον περ, Od. 8, 187; u. adv., πύλας πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας, Il. 12, 454, fest, dicht zusammengefügt; – πέλεκυς, Philp. 15 (VI, 103); von Menschen, στιβαρά τις φαίνε ται καὶ καρτερά, Ar. Thesm. 639; auch in sp. Prosa, λέξις, gedrungener Stil, D. Hal. iud. de Thuc. 24, 1; στιβαρῶς φροντίζειν, M. Ant. 8, 5.