στρίγλος

From LSJ
Revision as of 11:35, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_15)

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρίγλος Medium diacritics: στρίγλος Low diacritics: στρίγλος Capitals: ΣΤΡΙΓΛΟΣ
Transliteration A: stríglos Transliteration B: striglos Transliteration C: striglos Beta Code: stri/glos

English (LSJ)

ὁ,= νυκτικόραξ, Hsch. στριγχός, ὁ,= θριγκός, Id. στρικτόριον, τό,= foreg., Id. στρικτός, ή, όν,=

   A strigosus, Gloss.    2 στρικτόν, τό, a narrow kind of shoe, Sch.Luc.Rh.Pr. 15; Latin word acc. to Suid.

Greek (Liddell-Scott)

στρίγλος: ὁ, μάγος, γόης, καὶ στρίγλα, ἡ, μάγισσα· ἴδε Δουκάγγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στρίγλος· τὰ ἐντὸς τοῦ κέρατος: νυκτίφοιτον, καλεῖται δὲ καὶ νυκτοβόα. οἱ δὲ νυκτοκόρακα».