στρίγλος
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
English (LSJ)
ὁ,= νυκτικόραξ, Hsch. στριγχός, ὁ,= θριγκός, Id. στρικτόριον, τό,= foreg., Id. στρικτός, ή, όν,=
A strigosus, Gloss. 2 στρικτόν, τό, a narrow kind of shoe, Sch.Luc.Rh.Pr. 15; Latin word acc. to Suid.
Greek (Liddell-Scott)
στρίγλος: ὁ, μάγος, γόης, καὶ στρίγλα, ἡ, μάγισσα· ἴδε Δουκάγγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στρίγλος· τὰ ἐντὸς τοῦ κέρατος: νυκτίφοιτον, καλεῖται δὲ καὶ νυκτοβόα. οἱ δὲ νυκτοκόρακα».