συγκρούω
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
A strike together, σ. τὼ χεῖρε clap the hands, Ar.Ra.1029; ἀλλήλοις τὰ πλοῖα Plu.Luc.12; τοῖς δόρασι τὰς ἀσπίδας Apollod.1.1.5; τὰ σύμφωνα τῶν στοιχείων Philostr.VS2.13. 2 metaph., bring into collision, ὁ Φίλιππος . . πάντας συνέκρουε D.18.19, cf. 163; σ. τινὰς ἀλλήλοις wear out by collision, Th.1.44; σ. φίλους φίλοις καὶ τὸν δῆμον τοῖς γνωρίμοις Arist.Pol.1313b17; διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους Men.Mon.122; σ. τινὰ πρός τινα Luc.Icar.20, etc., cf. Babr.44.4; τὰ δοξάσματα πρὸς ἄλληλα Iamb. ap. Stob.2.2.7; σ. πόλεμον D.S.12.3; σ. τι τῶν ἐκείνου πραγμάτων throw them into confusion, Isoc.4.134:— Pass., σ. εἰς μάχην Dosith. p.433K. 3 intr., clash, come into collision, τὸ ἀντίπρῳρον ξυγκροῦσαι Th.7.36; of troops, Wilcken Chr. 11.25,38 (ii B.C.); of a horse's front and hind hoofs, Arist.HA604b2; νῆες ἀλλήλαις συγκρούουσαι Plb.1.50.3, cf. D.S.3.51, etc.: metaph., Thphr.Char.12.14, Epicur.Nat.114G., Phld.Sign.38, Plu.Alex. 47. II = συγκροτέω, weld together: metaph., try to reconcile discrepancies, Str.11.7.4.
German (Pape)
[Seite 970] (s. κρούω), zusammenschlagen, χεῖρε, Ar. Ran. 1029; πόλεμον, Krieg erregen, D. Sic.; – zusammenbringen, -hetzen, verfeinden; συγκρούειν τι τῶν πραγμάτων entspricht dem ποιεῖν στασιάζειν, Isocr. 4, 134; αὐτοὺς ἀλλήλοις συγκρούειν ἐβούλοντο, Thuc. 1, 44; πάντας συνέκρουε καὶ πρὸς αὐτοὺς ἐτάραττε, Dem. 17, 19, vgl. 163; – widerlegen, Strab. 11, 7, 4; zusammenstellen u. vergleichen, πρὸς τὰ νῦν, 8, 3, 23; – intr., an einander gerathen, νῆες ἀλλήλαις συγκρούουσαι, Pol. 1, 50, 3. 3, 93, 3; Plut. Alex. 47.