συγχέω
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
Hom. uses pres. and impf. Act. and 2sg. aor.
A σύγχεᾰς Il.15.366, but more freq. Ep. aor. συνέχευα, inf. συγχεῦαι, aor. Pass. σύγχῠτο:—aor. Pass. -εχύθην [ῠ], for which -εχέθην is f.l. in Apollod. 1.7.2, Luc.DMar.9.2:—pour together, commingle, confound, συνέχευε ποσὶν καὶ χερσὶν [τὰ ἀθύρματα] Il.15.364; τὰ διακεκριμένα Pl. Phlb.46e; ἄνω κάτω τὰ πάντα σ. ὁμοῦ E.Ba.349; σ. τὰς ψήφους mix them up, Is.5.18; τὰ σύμβολα D.21.173; τὰς τάξεις Plb.1.40.13; τὰς ὄψεις, of lightning, Poll.1.118:—Pass., ἡνία δέ σφι σύγχυτο Il. 16.471; μεταλλεῖα συγκεχυμένα in confusion, Pl.Lg.678d; τὴν κρόκην καὶ τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν Id.Cra. 388b. 2 obliterate, demolish, σ. τοὺς τάφους Hdt.4.127; τὴν ὁδόν Id.7.115; δῶμα E.Ion 615. 3 confuse, blur, τὰ γράμματα Id.IA37 (anap.), cf. Arist.GA721b34 (Pass.), Aud.801b18 (Pass.); συγκεχυμένον μέλαν an indistinct black mark, Id.HA585b34; φωνὴ σ. D.S.1.8; πλαδαρὰ καὶ σ. σάρξ flabby and ill-defined flesh, Theon ap.Gal.6.96; συνεκέχυτο δ' ἔτι τοῦτο was still confused, not yet distinguished, Gal.15.30, cf. 713. II of the mind, confound, trouble, μή μοι σύγχει θυμόν Il.9.612, cf. 13.808; σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο 24.358; συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων Hdt.7.142; ὁ βίος δι' ἀπιστίαν συγχυθήσεται Epicur.Sent.Vat.57: with the person as object, ἄνδρα γε συγχεῦαι Od.8.139, cf. Hdt.8.99:—Pass., τί συγχυθεῖσ' ἕστηκας; E.Med.1005; μὴ ἀθυμείτω τις, ἐὰν συγχέηται Gal.15.584. 2 confound, make of none effect, πολὺν κάματον καὶ ὸϊζὺν σύγχεας Ἀργείων Il.15.366, cf. 473; τὴν πάρος σ. χάριν S.Tr. 1229; esp. of contracts, engagements, etc., make of none effect, frustrate, violate, ἐπεὶ σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν Τρῶες Il.4.269, cf. Pl.R.379e, Hp.Jusj., E.Hipp.1063; τὰ πάντων ἀνθρώπων νόμιμα Hdt.7.136, cf. Antipho 4.1.2, SIG45.33 (Halic., v B.C.); τὴν πολιτείαν D.24.91; ἁλίαν Schwyzer 323 D 28 (Delph., iv B.C.); συγκέχυκε νῦν τὴν πίστιν ὁ καθ' ἡμᾶς βίος Men.781, cf. OGI669.18 (Egypt, i A.D.); ξυνουσίαν Luc.Bis Acc.17:—Pass., λέλυται πάντα, συγκέχυται D.25.25. III πόλεμον σ. stir up a war, Plb.4.10.3, 15.2.4, 28.17.6.
German (Pape)
[Seite 971] (s. χέω), zusammengießen, -schütten, vermengen, verwirren, in Unordnung bringen; ἂψ αὖτις σ υνέχευε ποσὶν καὶ χερσίν, was er gebau't hat, Il. 15, 364, worauf 366 folgt ὥς ῥα σύ, ἤϊε Φοῖβε, πολὺν κάματον σύγχεας Αργείων, nicht bloß den Wall zerstören, sondern allgemein die Mühe vereiteln, wie βίαν καὶ ἰούς, erfolglos machen, ib. 573; τοὺς τάφους, τὴν ὁδόν, Her. 4, 127. 7, Il. 5; μή μοι σύγχει θυμὸν ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων, Il. 9, 612. 13, 808, wie ἄνδρα Od. 8, 139, niederschlagen, muthlos machen; und so pass., σὺν δὲ γέροντι νόος χύτο, Il. 24, 358; vgl. Her. 7, 142 συνεχέοντο αἱ γνῶμαι τῶν φαμένων; auch τί συγχυθεῖσα ἕστηκας; Eur. Med. 1005; in tmesi, ἐπεὶ σύν γ' ὅρκι' ἔχευαν, Il. 4, 269, brechen, vernichten; vgl. Her. 7, 136; ξυγχέω τὰς σπονδάς, Thuc. 5, 39; Soph. τὰ δ' ἄλλα συγχεῖ πάνθ' ὁ παγκρατὲς χρόνος, O. C. 615; χάριν, Tr. 1219; νόμιμα πάσης συγχέοντας Ἑλλάδος, Eur. Suppl. 311; δόμους, Hipp. 813, u. oft; τὰς ψήφους, im Ggstz von συναριθμέω, Is. 5, 18; συγκεχύσθαι τὰ δίκαια, Din. 1, 112; καὶ ταράξαι τὴν πόλιν, Plut. Sol. 15; τὰ διακεκριμένα, Plat. Phil. 46 e, wie τοὺς στήμονας συγκεχυμένους διακρίνομεν, Crat. 388 b; οὐ συγκεχυμένα, ἀλλὰ διωρισμένα, Rep. VII, 524 c; συγχεῖ ὅλην τὴν πολιτείαν, Dem. 24, 91; Sp., wie Pol., συγχεῖν τὰς τάξεις καὶ κατασπᾶν 1, 40, 13; aber auch τὸν πόλεμον, bellum conflare, 4, 10, 3.