καμαροειδής

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht

Menander, Monostichoi, 303
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰροειδής Medium diacritics: καμαροειδής Low diacritics: καμαροειδής Capitals: ΚΑΜΑΡΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kamaroeidḗs Transliteration B: kamaroeidēs Transliteration C: kamaroeidis Beta Code: kamaroeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a vault, vaulted or arched, Dsc.5.79, Erot. s.v. κοτυληδόνας, Ruf.Oss.25.

German (Pape)

[Seite 1316] ές, gewölbartig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς καμάραν, θόλον θολοειδής, Γαλην. τ. 10, σ. 151, κλ.

Spanish

abovedado, que tiene forma de bóveda

Greek Monolingual

-ές (AM καμαροειδής, -ές)
αυτός που έχει σχήμα καμάρας, τοξοειδής, αψιδωτός, θολωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + -ειδής].