συμπλαστεύω
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
A fashion, mould, or construct with, c. dat. et acc., PSI2.171.19 (ii B.C.).
Greek Monolingual
Α
πλάθω, διαμορφώνω ή κατασκευάζω μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πλαστός + κατάλ. -εύω].