ἐπιχορηγία
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ἡ,
A supply, provision, τῆς ἐ. γενομένης ἐκ τῶν ἱερῶν προσόδων SIG818.9 (Ephesus, i A.D.); πᾶν τὸ σῶμα..συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, = διὰ πασῶν τῶν ἐπιχορηγουσῶν ἁφῶν (cf. ἐπιχορηγέω fin.), Ep.Eph. 4.16 ; διὰ τῆς ἐ. τοῦ πνεύματος Ep.Phil.1.19.
German (Pape)
[Seite 1004] ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen, Sp., wie N. T
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχορηγία: ἡ, περαιτέρω χορήγησις, πρόσθετος βοήθεια, πᾶν τὸ σῶμα... συμβιβαζόμενον διὰ πάσῃς ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, συνδεόμενον διὰ πάσης συναφείας τῶν συνεργούντων μελῶν (πρβλ. ἐπιχορηγέω ἐν τέλ.), πρὸς Ἐφ. δ΄, 16· διὰ τῆς ἐπ. τοῦ πνεύματος, διὰ τῆς βοηθείας τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. α΄, 19.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de fournir en outre, en sus.
Étymologie: ἐπιχορηγέω.
English (Strong)
from ἐπιχορηγέω; contribution: supply.
English (Thayer)
ἐπιχορηγίας, ἡ (ἐπιχορηγέω, which see) (Vulg. subministratio), a supplying, supply: Philippians 1:19. (Ecclesiastical writers.)