συνθρύπτω

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνθρύπτω Medium diacritics: συνθρύπτω Low diacritics: συνθρύπτω Capitals: ΣΥΝΘΡΥΠΤΩ
Transliteration A: synthrýptō Transliteration B: synthryptō Transliteration C: synthrypto Beta Code: sunqru/ptw

English (LSJ)

   A break in pieces: crush, τὴν καρδίαν Act.Ap.21.13.

Greek (Liddell-Scott)

συνθρύπτω: συντρίβω, κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν Πράξ. Ἀποστ. κα΄, 13· ἀόρ. β΄ παθ. συνεθρύβη Θεόδ. Πρόδρ. 4. 325.

French (Bailly abrégé)

briser, amollir, énerver.
Étymologie: σύν, θρύπτω.

English (Strong)

from σύν and thrupto (to crumble); to crush together, i.e. (figuratively) to dispirit: break.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. συντρίβω, θρυμματίζω
2. μτφ. προκαλώ βαθιά λύπη και απογοήτευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θρύπτω «θρυμματίζω»].