μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Full diacritics: συνεπιφύομαι | Medium diacritics: συνεπιφύομαι | Low diacritics: συνεπιφύομαι | Capitals: ΣΥΝΕΠΙΦΥΟΜΑΙ |
Transliteration A: synepiphýomai | Transliteration B: synepiphyomai | Transliteration C: synepifyomai | Beta Code: sunepifu/omai |
A to be attached together with, Gal.2.446, 18(2).975.
ΜΑ ἐπιφύομαι
μσν.
μτφ. επιτίθεμαι στους εχθρούς, ασκώ πίεση
αρχ.
είμαι προσκολλημένος σε κάτι μαζί με κάτι άλλο.