συναναμίγνυμι

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

German (Pape)

[Seite 1000] (s. μίγνυμι), mit oder zugleich an-und zumischen, Luc. Charid. 15; pass. bei Plut. Philop. 21.

Greek (Liddell-Scott)

συναναμίγνῡμι: μέλλ. -μίξω, ἀναμιγνύω ὁμοῦ, Ἀθήν. 177Β.― Παθ., συναναστρέφομαι, τισι ὁ αὐτ. 256Α, Πλουτ. Φιλοπ. 21˙ τούτων ἡ ἄγνοια ξυναναμέμικται αὐτοῖς Λουκ. Χάρων ἢ Ἐπισκοπ. 15.

French (Bailly abrégé)

mêler l’un avec l’autre ; Pass. se mêler à, τινι ; fig. devenir une partie de, τινι.
Étymologie: σύν, ἀναμίγνυμι.

English (Strong)

from σύν and a compound of ἀνά and μίγνυμι; to mix up together, i.e. (figurative) associate with: (have, keep) company (with).

English (Thayer)

to mix up together; passive, present imperative 2nd person plural συναναμίγνυσθε; infinitive συναναμίγνυσθαι; reflexive and metaphorically, τίνι, to keep company with, be intimate with, one: R T συναναμίγνυσθε, L Tr WH συναναμίγνυσθαι). (Plutarch, Philop. 21; (the Sept. Alex.).)

Greek Monolingual

ΜΑ, και συναναμείγνυμι Α [[ἀναμ(ε)ίγνυμι]]
1. αναμιγνύω, ανακατεύω κάποιον ή κάτι με άλλους ή με άλλα («Ξενοφῶν καί τινας ἰδιώτας συνανέμειξε», Α
θήν.)
2. παθ. συναναμίγνυμαι
α) (για πρόσ.) έχω επικοινωνία, έχω σχέσεις («μὴ συναναμίγνυσθαι πόρνοις», ΚΔ)
β) συντάσσομαι, προσχωρώ
γ) ανακατεύομαι σε διάφορες υποθέσεις
δ) (για πράγμ.) είμαι ανακατεμένος, συγχέομαι με άλλα.