περητήριον
From LSJ
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
τό, (περάω A)
A borer, Hp. ap. Gal.19.129.
German (Pape)
[Seite 564] τό, der Bohrer, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
περητήριον: τό, (περάω) εἶδος τρυπάνου, «περητηρίῳ. τρυπάνῳ τῷ εὐθεῖ καὶ ὀξεῖ· ἔστι γὰρ καὶ ἕτερον ἡ χοινικὶς» Γαληνοῦ Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 542.
Greek Monolingual
τὸ, Α
τρυπάνι, αρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περῶ + επίθημα -τήριον (πρβλ. διαβα-τήριον)].