χρυσήεις
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
German (Pape)
[Seite 1380] εσσα, εν, späte poet. Form statt χρύσεος, Orac. Sib.
Greek (Liddell-Scott)
χρυσήεις: εσσα, εν, μεταγεν. ποιητ. τύπος ἀντὶ χρύσεος, Χρησμ. Σιβ. Ἀποσπ. 2. 25.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(ποιητ. τ.) χρυσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. -ήεις (βλ. λ. -όεις), πρβλ. πολεμ-ήεις].