χρυσοτόρνευτος
From LSJ
Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus
English (LSJ)
v. χρυσοτόρευτος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσοτόρνευτος κρατήρ», Ψ Καλλισθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + τορνεύω.