χρυσοτόρνευτος
From LSJ
English (LSJ)
v. χρυσοτόρευτος.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσοτόρνευτος κρατήρ», Ψ Καλλισθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + τορνεύω.
Full diacritics: χρυσοτόρνευτος | Medium diacritics: χρυσοτόρνευτος | Low diacritics: χρυσοτόρνευτος | Capitals: ΧΡΥΣΟΤΟΡΝΕΥΤΟΣ |
Transliteration A: chrysotórneutos | Transliteration B: chrysotorneutos | Transliteration C: chrysotorneftos | Beta Code: xrusoto/rneutos |
v. χρυσοτόρευτος.
-ον, ΜΑ
κατασκευασμένος από χρυσό («χρυσοτόρνευτος κρατήρ», Ψ Καλλισθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + τορνεύω.