ἀποδέω
ὡς τρὶς ἂν παρ' ἀσπίδα στῆναι θέλοιμ' ἂν μᾶλλον ἢ τεκεῖν ἅπαξ → I would rather stand three times with a shield in battle than give birth once
English (LSJ)
(A),
A bind fast, tie up the navel, Pl.Smp.190e; generally, bind, LXXJo.9.4, J.AJ4.8.21:—Pass., ἐν δερματίῳ ἀποδέδεταί τι Pl. Erx.400a, cf. Arist.HA587a14, Erasistr. ap. Gal.11.148.
ἀποδέω (B),
A to be in want of, lack, often in accounts of numbers, τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια 10,000 lacking or save 300, Th.2.13, cf. 4.38, etc.; δυεῖν χιλιάδων ἀποδέοντες εἶναι δισμύριοι D.H.7.3; generally, τοσοῦτον ἀποδέω τινός so far am I from .., Pl.Ax.366b,372a: c. inf., ὀλίγον ἀποδεῖν εἶναι want little of being, Plu.2.978f; fall short of, be inferior to, τινός Luc.Merc.Cond.36, cf. Plu.2.1088c; πλήθει οὐ πολὺ ἀποδέοντες ἀλλήλων not differing much in number, D.H.3.52, cf. Plu.Luc.28; come short of, miss, τῆς ἀληθείας Pl.Ax.369d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδέω: μέλλ. -δήσω, δένω καλῶς, δένω τὸν ὀμφαλὸν (πρβλ. ἀπόδεσις), ἀπέδει κατά μέσην τὴν γαστέρα Πλάτ. Συμπ. 190Ε: - Παθ., ἐν δερματίῳ σμικρῷ ἀποδέδεται ὅσον γε στατῆρος τὸ μέγεθος μάλιστα ὁ αὐτ. Ἐρυξ. 400Α.
French (Bailly abrégé)
11 lier fortement;
2 attacher ou coudre dans.
Étymologie: ἀπό, δέω¹.
2f. ἀποδεήσω;
1 manquer de : τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια THC dix mille moins trois cents, càd 9700;
2 être inférieur à, gén..
Étymologie: ἀπό, δέω².
Spanish (DGE)
I 1ligar esp. del ombligo, Pl.Smp.190e, Arist.HA 587a14, Plu.2.907e.
2 atar, sujetar τὰς φλέβας Hp.Morb.2.20, ἐν δερματίῳ σμικρῷ ἀποδέδεταί τι Pl.Erx.400a, ἀσκοὺς ... ἀποδεδεμένους LXX Io.9.4, cf. Erasistr. en Gal.11.148, Aen.Tact.31.10, I.AI 4.233, D.P.Au.2.15, Aristid.Quint.94.16
•abs. Hp.Epid.6.6.6.
II en v. med. desatar ἀποδοῦ· ἀπόλυσον Hsch. (pero Sud. ἀπόθου).
• Morfología: [arcad. pres. 3.a sg. ἀπυδίει IG 5(2).6.96 (Tegea IV a.C.)]
1 c. gen. carecer de τῆς ἀληθείας Pl.Ax.369d, παραδειγμάτων PFay.20.2, cf. D.C.65.22.1, Dion.Ar.CH M.3.140C, IG l.c.
•esp. con numerales τριακοσίων ἀποδέοντα μύρια diez mil menos trescientos Th.2.13, δυεῖν χιλιάδων ἀποδέοντες εἶναι δισμύριοι D.H.7.3, cf. Th.4.38.
2 c. ac. neutr. de adj. o pron. cuantificador y gen. pers. ser inferior a μηδὲν ... δυνάμει τοῦ προπάτορος Hp.Ep.16, οὐ πολὺ τῆς Σαπφοῦς Luc.Merc.Cond.36, οὔτε πλήθει πολὺ ἀποδέοντες ἀλλήλων D.H.3.52, c. dat. οὐδέποτε Ῥωμαῖοι πολεμίοις ἀποδέοντες τοσοῦτον πλήθει Plu.Luc.28
•fig. εἰ μὴ χρόνῳ μηδὲ μεγέθει τῶν πόνων Plu.2.1088c.
3 c. ac. neutr. de adj. o pron. cuantificador y gen. de abstr. distar τοσοῦτον ἀποδέω τῶν περιττῶν Pl.Ax.366b, τοσοῦτον ... ἀποδέω τοῦ δεδοικέναι Pl.Ax.372a
•c. inf. ὀλίγον ἀποδεῖ ... εἶναι Plu.2.978e.