δισμύριοι
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
[ῡ], αι, α, twenty thousand, Hdt.1.32, Pl.Ion535d: sg., δισμύριος, α, ον, with collective Nouns, ἵππος δισμυρία Luc.Zeux.8.
Spanish (DGE)
-αι, -α
• Morfología: [tb. sg. -ος, -α, -ον Luc.Zeux.8; plu. gen. fem. δισμυριέων Hdt.1.32]
veinte mil ἡμέραι Hdt.l.c., IG 12(3).1226 (Melos I a.C.), ἄνθρωποι Pl.Io 535d, D.Chr.77/78.33, cf. D.S.13.84, Procop.Pers.1.13.23, ὁπλῖται X.HG 6.1.19, ξένοι D.4.19, στάδια Plb.4.39.1, μέδιμνοι Plb.21.36.4, SEG 28.60.53 (Atenas III a.C.), δραχμαί Plb.34.9.9, οἱ δὲ ἱππεύοντες Paus.10.19.9, (οἱ πεζοί) Plu.Caes.42
•tb. sg. c. n. colectivo ἵππος Luc.l.c.
German (Pape)
[Seite 643] αι, α, zwanzig tausend; Plat. Ion 535 d u. A. Im sing. beim Collectivum, ἡ ἵππος, zwanzigtausend Reiter, Luc. Zeux. 8.
French (Bailly abrégé)
αι, α;
vingt mille ; ἵππος δισμυρία LUC corps de 20 000 cavaliers.
Russian (Dvoretsky)
δισμύριοι: (ῡ) двадцать тысяч Her., Plat.: ἡ ἵππος δισμυρία Luc. конница численностью в двадцать тысяч всадников.
Greek (Liddell-Scott)
δισμύριοι: [ῡ], -αι, -α, εἴκοσι χιλιάδες, εἰκοσακισχίλιοι, Ἡρόδ. 1. 32, Πλάτ. Ἴωνι 535D· ἑνικ. δισμύριος, α, ον, μετὰ περιληπτικῶν ὀνομάτων, ἵππος δισμυρία Λουκ. Ζεύξ. 8.
Greek Monolingual
δισμύριοι, -αι, -α (AM)
1. δύο φορές μύριοι, είκοσι χιλιάδες
2. (με περιληπτικά ονόματα) φρ. «τὴν ἵππον δισμυρίαν οὖσαν» — είκοσι χιλιάδες άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + μύριοι].
Greek Monotonic
δισμύριοι: [ῡ], -αι, -α, είκοσι χιλιάδες, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
adj
twenty thousand, Hdt., etc.